- ανισοδιάστατος
- ἀνισοδιάστατος, -ον (Α)αυτός που έχει άνισες τις τρεις διαστάσεις του (αποδίδεται σε στερεά σχήματα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνισοδιαστάτων — ἀνισοδιάστατος having their three dimensions unequal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοδιάστατοι — ἀνισοδιάστατος having their three dimensions unequal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek